παιδοτρόφος

παιδοτρόφος
-ο (Α παιδοτρόφος, -ον)
αυτός που διατρέφει και ανατρέφει παιδιά
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοτρόφος
α) η μητέρα
β) προσωνυμία τής Αρτέμιδος στην Κορώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τρόφος (< τρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιδοτρόφος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτρόφοις — παιδότροφος nourishing young life masc/fem/neut dat pl παιδοτρόφος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτρόφον — παιδοτρόφος masc/fem acc sg παιδοτρόφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτρόφου — παιδότροφος nourishing young life masc/fem/neut gen sg παιδοτρόφος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτρόφους — παιδότροφος nourishing young life masc/fem acc pl παιδοτρόφος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοτρόφοι — παιδοτρόφος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CETE — Hebraeis iisdem nominibus appellantur, quibus draco, nempe thannin et leviathan: an ob formae similitudinem, an ratione molis et quia Cetus in aquatilibus tantum praestat, Ο῞ςςον αριςτεύουςιν εν ἐρπεςτῆρςι δράκοντες, Quantum in reptilibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • παιδοτροφία — η (ΑΜ παιδοτροφία) [παιδοτρόφος] 1. η διατροφή τών παιδιών 2. ανατροφή τών παιδιών …   Dictionary of Greek

  • παιδοτρόφιον — παιδοτρόφιον, τὸ (Α) [παιδοτρόφος] το θήλαστρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”